- διακερματίζομαι
- διακερματίζομαι (Α)μετατρέπω νόμισμα σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, κάνω ψιλά, «χαλάω».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακερματίζηται — διακερματίζομαι get changed into small coin pres subj mp 3rd sg διακερματίζω pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)